- τυποκρατία
- η, Νυπερτίμηση τών τύπων, τής μορφής, έναντι τής ουσίας ή υπερβολική προσήλωση στού τύπους, φορμαλισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + -κρατία (< -κράτης < κράτος), πρβλ. δημο-κρατία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φορμαλισμός — Ηθική κατά την οποία, όπως και σε εκείνη του Καντ, η θέληση επιβάλλει στον εαυτό της μια αρχή ενέργειας, που έχει αξία, όχι για το περιεχόμενό της, όπως π.χ. η ιδέα του καλού, αλλά για τη μορφή της. Φ. είναι και σύστημα μεταφυσικής, που εξηγεί τη … Dictionary of Greek
σίνγκον — Ιαπωνική βουδιστική αίρεση, που πρωτοεμφανίστηκε στην Κίνα το 806 αλλά που προερχόταν από τον Κόμπο Νταϊσί (774 835). Οι διδασκαλίες του βασίζονται στην αντίληψη ότι το σύμπαν αποτελεί εκδήλωση της κοσμικής συνείδησης, ταυτιζόμενη με το Βούδα,… … Dictionary of Greek
Φαρισαίοι — Ονομάστηκαν έτσι όσοι ανήκαν στο θρησκευτικό ρεύμα που εμφανίστηκε στους κόλπους του ιουδαϊσμού ως αντίδραση στην ελληνιστική επίδραση, η οποία απειλούσε να εξαφανίσει τις παραδόσεις του Ισραήλ. Αντίπαλοι του κόμματος των Σαδδουκαίων,… … Dictionary of Greek